Αντώνης Δαγκλής. Ο δολοφόνος των ιερόδουλων



Τον Οκτώβριο του 1995 ένα άγριο έγκλημα κυριαρχούσε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων.

Στην Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας, κοντά στα διόδια της Τραγάνας εντοπίστηκε το άψυχο σώμα της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου.

Η κατάσταση του πτώματος σόκαρε τους αξιωματικούς της αστυνομίας και σκόρπισε τον τρόμο στις πιάτσες των ιερόδουλων.

Ο δολοφόνος αφού στραγγάλισε, όπως απεφάνθη ο ιατροδικαστής, την κοπέλα,αφαίρεσε τα σπλάχνα της , έκοψε τις θηλές από το στήθος της και στο τέλος την τεμάχισε.

Οι αρχές δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον δράστη και δύο μήνες μετά, ανήμερα των Χριστουγέννων, βρέθηκε δεύτερο πτώμα.

Το θύμα ήταν και πάλι μια ιερόδουλη, η 26χρονη Αθηνά Λαζάρου.

Αιτία θανάτου και πάλι ο στραγγαλισμός.

Το πτώμα, που βρέθηκε τυχαία σε ένα στενό του Βοτανικού από περαστικούς, δεν ήταν κακοποιημένο όσο το πρώτο, αλλά οι αρχές κατέληξαν πως είχαν να αντιμετωπίσουν ένα μανιακό και κατά συρροή δολοφόνο. 

Από τις ανακρίσεις αποδείχτηκε ότι ο δράστης είχε αποπειραθεί να στραγγαλίσει τουλάχιστον άλλες πέντε ιερόδουλες, που γλίτωσαν την τελευταία στιγμή.

Μία από τις κοπέλες που είχε προσπαθήσει να σκοτώσει, η Βρετανή Αν Χάμσον, περιέγραψε την περιπέτειά της:

«Με πήρε από την Σόλωνος και με το φορτηγάκι με οδήγησε σε ένα ερημικό μέρος, κοντά στο Μοναστηράκι. Έσφιξε γύρω από το λαιμό μου ένα σκοινί και με ανάγκασε να του κάνω στοματικό έρωτα.

Εκείνη την ώρα μου είπε πως “όλες οι π0υτάνες πρέπει να πεθάνουν”.

Του εξήγησα πως εγώ δεν ήμουν μία κοινή γυναίκα και πως ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί ήθελα να μαζέψω χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα μου.

Τότε εκείνος μου είπε: ‘Καλά, φύγε. Αλλά να προσέχεις’. Και με το ίδιο φορτηγάκι με γύρισε στη Σόλωνος».

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο άντρας που αναζητούσε η αστυνομία, χρησιμοποιούσε ένα λευκό φορτηγάκι μάρκας Βολκσβάγκεν.



Αυτό το στοιχείο οδήγησε τελικά στη σύλληψη του, μετά από παρακολούθηση, στις 21 Ιανουαρίου του 1996.

Ο δολοφόνος ήταν ο 22χρονος Αντώνης Δαγκλής.

Μέσα στο φορτηγό βρέθηκε ένα στρώμα από αφρολέξ, που χρησιμοποιούσε για τις συνευρέσεις με τις κοπέλες πριν τις δολοφονήσει. Βρήκαν ακόμη ένα κουτί με εργαλεία και ένα χειροποίητο σταυρό, που ανήκε στο πρώτο θύμα.

Τα στοιχεία ήταν αρκετά για τους αστυνομικούς, αλλά η ομολογία τεκμηρίωσε την υπόθεση.

Ο Δαγκλής δεν είχε προλάβει να σκοτώσει άλλη κοπέλα, στο διάστημα που μεσολάβησε από το δεύτερο του έγκλημα έως τη σύλληψή του, αλλά ομολόγησε πως είχε διαπράξει άλλη μία δολοφονία τον Οκτώβριο του 1992.

Θύμα του ήταν μια ιερόδουλη, τα στοιχεία της οποίας δεν βρέθηκαν ποτέ.

Η δολοφονία ήταν σχεδόν ίδια με τις άλλες δύο.

Ο δράστης ανέφερε πως στραγγάλισε την κοπέλα, κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής τους και στη συνέχεια την τεμάχισε και σκόρπισε τα κομμάτια σε διάφορα σημεία της Αθήνας.

Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και ο κακοποιητικός πατέρας

Ο Αντώνης Δαγκλής γεννιέται το 1974 στην Κοκκινιά. Η οικογένειά του αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ενώ ο πατέρας του συνηθίζει να χτυπά τον ίδιο, τον αδερφό του και τη μητέρα τους.

Ο Δαγκλής μένει ορφανός στην ηλικία των 12 ετών και αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο, έτσι ώστε να πιάσει δουλειά σε μια ιδιωτική επιχείρηση. Η μητέρα του, για να τα βγάλει πέρα, αρχίζει να εργάζεται σε κακόφημα μπαρ. Ο Δαγκλής το μαθαίνει από τρίτους και σπεύδει στο μπαρ για να δει τι συμβαίνει. Εκεί βλέπει τη μητέρα του να ερωτοτροπεί μ’ έναν άγνωστο.

Εκείνος τότε γυρίζει στο σπίτι του κλαμένος. Πίσω του, τρέχει η μητέρα του που προσπαθεί να του εξηγήσει τι συνέβη. Η εικόνα αυτή στοιχειώνει τον Δαγκλή, οποίος μισεί τις ιερόδουλες. Ο ίδιος δηλώνει στους ανακριτές σχετικά με τους φόνους:

«Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρησα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ήρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου».


Η διάγνωση των γιατρών και η δίκη του δολοφόνου

Η δίκη του Αντώνη Δαγκλή έγινε τον Ιανουάριο του 1997.

Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν κατέληξαν στο ότι δεν έπασχε από καμία ψυχική νόσο και του διέγνωσαν μόνο τη σεξουαλική διαστροφή.

Ο δράστης δεν είχε το ακαταλόγιστο, γεγονός που οδήγησε στην κατηγορηματική καταδίκη του.

Η ετυμηγορία ήταν δεκατρείς φορές ισόβια.

Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που είχε επιβληθεί σε ελληνικό δικαστήριο μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Δαγκλής ανέφερε πως είχε συγχωρήσει τη μητέρα του, ενώ εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει τον οίκτο των δημοσιογράφων.

Λίγο πριν την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης, ο δολοφόνος προσπάθησε να πάρει πίσω την ομολογία του με διάφορους ισχυρισμούς, χωρίς όμως να πείσει.

Στην απολογία του ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον…Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».

Οδηγήθηκε στη φυλακή. Στις 2 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του.