Έλαβαν παγκόσμια αναγνώριση. Κατέκτησαν πρωταθλήματα και Τσάμπιονς Λιγκ. Μερικοί σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, πέτυχαν όλους τους στόχους τους, εκτός από έναν. Τη διάκριση με την εθνική τους ομάδα!
Λένε πως η μέγιστη τιμή για έναν ποδοσφαιριστή είναι να φορέσει τη φανέλα με το εθνόσημο. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι αστέρες του αθλήματος, δίνουν τα πάντα για να εκπροσωπήσουν τη χώρα τους σε κάθε ευκαιρία. Όσα εκατομμύρια κι αν βάζουν στις τσέπες τους μέσω των συλλόγων τους.
Στην πλειονότητά τους, θα αντάλλαζαν ένα πρωτάθλημα για μία συμμετοχή σε μεγάλη διοργάνωση ή ένα Τσαμπιονς Λιγκ για ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.
Φυσικά, ιδανική συνθήκη αποτελούν οι περιπτώσεις παικτών που έχουν… γευτεί το νέκταρ της επιτυχίας και με τις ομάδες αλλά και με τη χώρα τους. Υπάρχουν όμως, και κάποιες άλλες περιπτώσεις.
Εκείνες που ποδοσφαιριστές με αστείρευτο ταλέντο, έχουν πετύχει πολλά με τους συλλόγους τους. Όμως, η… ταπεινή καταγωγή τους δεν τους επέτρεψε ποτέ -και δεν θα τους επιτρέψει-, να αγωνισθούν σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου με τη χώρα τους!
Γιαν Όμπλακ – Σλοβενία
Ο Γιαν Όμπλακ είναι ένας από τους πέντε κορυφαίους τερματοφύλακες στον κόσμο αυτή την στιγμή. Αγωνίζεται επί μία εξαετία στην Ατλέτικο Μαδρίτης και εκπροσωπεί την Σλοβενία από το 2012.
Έχει κατακτήσει το Γιουρόπα Λιγκ και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ με τους «Ροχιμπλάνκος» αλλά όπως όλα δείχνουν, δεν θα καταφέρει ποτέ να οδηγήσει τη χώρα του σε κάποια μεγάλη διοργάνωση.
Με φωτεινή εξαίρεση τον Γιόσιπ Ίλιτσιτς, ο οποίος τελευταία αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας, ο 27χρονος τερματοφύλακας δεν έχει ούτε έναν άξιο συμπαραστάτη στην εθνική ομάδα της Σλοβενίας.
Κάτι που αξίζει να αναφερθεί είναι πως μία χώρα με μόλις 2 εκατομμύρια πληθυσμό, κατάφερε να έχει στο ρόστερ της, την ίδια χρονική περίοδο δύο από τους καλύτερους τερματοφύλακες στον κόσμο, τους Όμπλακ και Χαντάνοβιτς.
Πιερ-Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ – Γκαμπόν
Γεννημένος στη Λαβάλ της Γαλλίας, από Ισπανίδα μητέρα και Γκαμπονέζο μπαμπά. Ο Ομπαμεγιάνγκ, απέρριψε δύο από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές δυνάμεις για να κάνει πραγματικότητα το όνειρο του πατέρα του. Να εκπροσωπήσει την εθνική ομάδα της Γκαμπόν, όπως κι εκείνος.
Κάπως έτσι βέβαια, ο επιθετικός της Άρσεναλ, έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Ή ακόμα και να το κερδίσει.
Ο «Όμπα», έχει αγωνισθεί σε Μίλαν, Μονακό και Ντόρτμουντ ενώ τα τελευταία χρόνια φοράει τη φανέλα της Άρσεναλ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει κερδίσει τίτλους σε τρεις διαφορετικές χώρες, χωρίς όμως να έχει κατακτήσει κάποιο πρωτάθλημα.
Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι ευοίωνα για εκείνον και την Γκαμπόν. Ο 31χρονος φορ μαζί με τον Λεμινά, είναι οι μόνοι που έχουν παραστάσεις από το υψηλότερο επίπεδο και η πρόκριση σε ένα Μουντιάλ φαντάζει -σχεδόν- απίθανη.
Ωστόσο, το 2012, ο Ομπαμεγιάνγκ ως αρχηγός της χώρας του, έφτασε μία ανάσα από τα ημιτελικά του Κόπα Άφρικα. Εκεί με ένα δικό του χαμένο πέναλτι, έγινε ο μοιραίος παίκτης, «επιτρέποντας» στο Μάλι να προκριθεί.
Χένριχ Μικιταριάν – Αρμενία
Αποτελεί ήδη τον πρώτο σκόρερ στην ιστορία της χώρας με 32 τέρματα και τον δεύτερο σε συμμετοχές (95). Ο Μικιταριάν αποτελεί ένα από τα πιο… βαριά ονόματα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, έχοντας αγωνισθεί σε Σαχτάρ, Ντόρτμουντ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Άρσεναλ, Ρόμα και πλέον Ίντερ.
Έχει κατακτήσει τρόπαια σε Αρμενία, Ουκρανία, Γερμανία και Αγγλία ενώ η κορυφαία στιγμή της καριέρας του, ήταν η κατάκτηση του Γιουρόπα Λιγκ με τους «κόκκινους διαβόλους».
Φυσικά, στην εθνική ομάδα της Αρμενίας δεν έχει κανέναν που να πλησιάζει έστω και λίγο το επίπεδο του ίδιου. Έτσι αναπόφευκτα, ο 33χρονος εξτρέμ -λογικά- δεν θα καταφέρει ποτέ να οδηγήσει την ομάδα του σε κάποια μεγάλη διοργάνωση.
Τζορτζ Μπεστ – Βόρειος Ιρλανδία
«Pele good, Maradona better, George Best…»
Έτσι λένε οι περισσότεροι από αυτούς που έχουν δει από κοντά τον Τζορτζ Μπεστ να παίζει ποδόσφαιρο.
Αγωνιζόμενος στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σημείωσε 137 γκολ σε 361 εμφανίσεις και κατέκτησε δύο πρωταθλήματα κι ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών. Θεωρούταν για πολλά χρόνια ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου αλλά τα… γνωστά εξωαγωνιστικά του πάθη τον οδήγησαν γρήγορα στον πάτο.
Ο επιθετικός από το Μπέλφαστ συμπλήρωσε μόλις 37 συμμετοχές με τη χώρα του, σκοράροντας εννιά γκολ και φυσικά δεν κατάφερε ποτέ να παίξει σε Μουντιάλ ή Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, όντας το κορυφαίο παράδειγμα της λίστας.
Τον ανακάλυψε η Μονακό από μια ομάδα του Καμερούν και τον έφερε στην Ευρώπη. Φυσικά, η μεταγραφή του μπήκε με ψιλά γράμματα στις εφημερίδες εποχής αλλά ο Γουεά κατάφερε να αφήσει ιστορία.
Το 1995 έγινε ο πρώτος μη Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής που κατακτά την «Χρυσή Μπάλα». Σκόραρε 80 γκολ σε 200 συμμετοχές με Μονακό και Παρί Σεν Ζερμέν και κατέκτησε το γαλλικό πρωτάθλημα με τους Παριζιάνους.
Στη συνέχεια ακολούθησαν Μίλαν, Τσέλσι και Μάντσεστερ Σίτι με τον Γουεά να κερδίζει τίτλους και στην Ιταλία και στην Αγγλία.
Ωστόσο, ο νυν πρόεδρος της Λιβερίας, δεν κατάφερε ποτέ να οδηγήσει τη χώρα του σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Μπόρεσε όμως, να τη βοηθήσει να προκριθεί σε δύο Κόπα Άφρικα, στα οποία η Λιβερία αποκλείστηκε από τη φάση των ομίλων.
Φυσικά, με τις 75 συμμετοχές και τα 18 γκολ του, αποτελεί τον ρέκορντμαν και στις δύο κατηγορίες για την αφρικανική χώρα.
Γιάρι Λιτμάνεν – Φινλανδία
Πολύ δύσκολα θα υπάρξει Φινλανδός ποδοσφαιριστής που θα ξεπεράσει τα κατορθώματα του Λιτμάνεν. Με 137 συμμετοχές και 32 γκολ αποτελεί τον ρέκορντμαν της χώρας και στις δύο κατηγορίες ενώ έγινε ο πρώτος παίκτης που αγωνίζεται με το εθνόσημο της χώρας του σε 4 διαφορετικές δεκαετίες (1989-2010).
Με τον Άγιαξ κατέκτησε τα πάντα στην Ολλανδία, συμπεριλαμβανομένου ενός Τσάμπιονς Λιγκ κι ενός Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ ενώ με τη Λίβερπουλ κέρδισε ακόμα πέντε τρόπαια, ένα εκ των οποίων ήταν το Ουέφα Καπ.
Ο Λιτμάνεν, μπορεί να μην κατάφερε ποτέ να οδηγήσει τη Φινλανδία σε μεγάλη διοργάνωση, όπως έκανε τώρα ο Πούκι, αλλά παραμένει ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο που… γέννησε ποτέ η Σκανδιναβία.
Αλεξάντερ Χλεμπ – Λευκορωσία
Σίγουρα, ο Χλεμπ δεν είναι πολύ κοντά στο επίπεδο των προαναφερθέντων. Ωστόσο, για μία περίοδο της προπερασμένης δεκαετίας, θεωρούταν ένας από τους καλύτερους στον κόσμο στη θέση του.
Γεννημένος στο Μινσκ της Λευκορωσίας, απέδειξε από νωρίς πως είχε ταλέντο με την μπάλα στα πόδια. Αργός στην κίνηση αλλά ταχύτατος στην σκέψη, έκανε καριέρα σε Στουτγκάρδη, Άρσεναλ και Μπαρτσελόνα πριν η καριέρα του πάρει την κατιούσα.
Το 2002 κατέκτησε το Ιντερτότο, το 2006 έφτασε μία ανάσα από το Τσάμπιονς Λιγκ και τελικά τρία χρόνια μετά το κέρδισε με τη φανέλα των «Μπλαουγκράνα», όπως επίσης και το ισπανικό πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς.
Μολαταύτα, με τη Λευκορωσία η κατάσταση δεν ήταν ευνοϊκή. Χωρίς κανέναν παίκτη στο επίπεδό του, ο Χλεμπ αγωνιζόταν για την τιμή με τα χρώματα της χώρας του και δεν έφτασε ούτε καν κοντά σε μια μεγάλη διοργάνωση.
Μετά από 18 χρόνια με 80 συμμετοχές και 12 γκολ, αποσύρθηκε από την εθνική του ομάδα ως ο δεύτερος με τις περισσότερες εμφανίσεις.
Αντιεμπορικός και λιγότερο γνωστός. Τουλάχιστον για τους νέους. Ο Κάχα Καλάτζε όμως, υπήρξε για πολλά χρόνια ένας από τους «βράχους» της άμυνας της Μίλαν. Μαζί με τους Μαλντίνι και Νέστα.
Αγωνίσθηκε στους «Ροσονέρι» για εννιά χρόνια, ερχόμενος από την Ντιναμό Κιέβου, και κατέκτησε μεταξύ άλλων, ένα πρωτάθλημα Ιταλίας, δύο Τσάμπιονς Λιγκ και δύο Ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ.
Ο νυν δήμαρχος της Τιφλίδας, ξεκίνησε να αγωνίζεται για την εθνική ομάδα της Γεωργίας το 1996 και αποσύρθηκε το 2011. Δηλαδή λίγο πριν σταματήσει οριστικά το ποδόσφαιρο. Συμπλήρωσε συνολικά 83 συμμετοχές, όντας τέταρτος στην σχετική λίστα.
Με μόνη εξαίρεση τον Σότα Αρβελάτζε και τον Τιμούρ Κετσπάγια, κανείς συμπαίκτης του δεν κατάφερε ποτέ να σταθεί κοντά στο επίπεδό του. Έτσι, αναπόφευκτα η μεγάλη διάκριση δεν ήρθε ποτέ.
Ράιαν Γκιγκς και Ίαν Ρας – Ουαλία
Δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα στο βρετανικό ποδόσφαιρο που δεν έπαιξαν ποτέ σε μεγάλη διοργάνωση. Ράιαν Γκιγκς και ο… +1 Ίαν Ρας κατέκτησαν τα πάντα με τις Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Λίβερπουλ αλλά ουδέποτε έκαναν το βήμα παραπάνω με την Ουαλία.
Βήμα το οποίο έκανε ο Μπέιλ, οδηγώντας την εθνική του ομάδα μέχρι τα ημιτελικά στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2016.
Ο Γκιγκς κατέκτησε αναρίθμητους τίτλους με τους «κόκκινους διαβόλους», εκ των οποίων 13 πρωταθλήματα και δύο Τσάμπιονς Λιγκ. Ωστόσο, με την Ουαλία συμπλήρωσε συνολικά μόλις 64 συμμετοχές κι αυτό λόγω μίας συμφωνίας που είχε κάνει με τον Φέργκιουσον. Μία συμφωνία που απαγόρευε στον Γκιγκς να αγωνίζεται στα φιλικά παιχνίδια της χώρας του λόγω της ευπάθειάς του στους μυϊκούς τραυματισμούς.
Ο Ίαν Ρας από την άλλη, υπηρέτησε την εθνική ομάδα της Ουαλίας για 16 χρόνια, κάνοντας 73 συμμετοχές και σκοράροντας 28 τέρματα. Επίδοση που ήταν ρεκόρ μέχρι πρότινος (Μπέιλ, 33 γκολ). Ο θρύλος της Λίβερπουλ, κατέκτησε με τους «κόκκινους» μεταξύ άλλων, πέντε πρωταθλήματα και δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών.
Οι δύο τους συνυπήρξαν στην εθνική ομάδα για λίγα χρόνια στα μέσα της δεκαετίας του 90’, αλλά ούτε έτσι κατάφεραν να φέρουν τη διάκριση στη χώρα τους.