Τη δεκαετία του 1980 ένας ηλεκτρολόγος στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να «ξεφορτωθεί» την σύζυγό του.
Το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου 1983 συνέβη ένα αποτρόπαιο έγκλημα στην Πυλαία της Θεσσαλονίκης. Ένας 27χρονος ηλεκτρολόγος σκότωσε την 26χρονη σύζυγό του με ηλεκτροπληξία την ώρα που λουζόταν στο πατρικό της. Ο λόγος ήταν επειδή αισθανόταν ότι τον καταπίεζε, ενώ την θεωρούσε αυταρχική.
Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», εκείνο το μεσημέρι της Κυριακής, η 26χρονη πήγε να κάνει μπάνιο στην αποθήκη του πατρικού της σπιτιού. Ο ηλεκτρολόγος τότε έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Ξεβίδωσε το ντουί της λάμπας που κρεμόταν στην αποθήκη και το συνέδεσε με ένα πλακέ καλώδιο που κρεμόταν ελεύθερο. Έπειτα, έβαλε από πάνω τη λάμπα και έτσι το σύρμα έπαιρνε ρεύμα μόνο όταν άναβε ο διακόπτης της λάμπας.
Την ώρα που η ανυποψίαστη 26χρονη λουζόταν, ο σύζυγός της μπήκε στην αποθήκη. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι είχε κλειστά τα μάτια της από τις σαπουνάδες, χώρισε το πλακέ καλώδιο και ακούμπησε τις δύο άκρες του, στα ανασηκωμένα χέρια της. Μόλις η βρεγμένη κοπέλα, ήρθε σε επαφή με το ρεύμα, έπαθε ηλεκτροπληξία. Όμως, ο 27χρονος δεν έμεινε εκεί. Αφού η γυναίκα του σωριάστηκε στο πάτωμα, τύλιξε τη μία άκρη του καλωδίου στο πόδι της 26χρονης και ακούμπησε την άλλη άκρη στα χείλη και το στήθος της.
Η τάση του ρεύματος έφτασε τα 220 βολτ. Οι συσπάσεις στο σώμα της γυναίκας πρέπει να ήταν υπερβολικά έντονες και παρατεταμένες, διότι προκάλεσαν πνευμονική αιμορραγία. Στη συνέχεια ο ηλεκτρολόγος έκρυψε το εσώρουχο της συζύγου του. Αποσυνέδεσε το καλώδιο, βίδωσε στην άκρη του ένα ντουί, το δίπλωσε και το έβαλε στο κουτί που φύλαγε τα εργαλεία του.
Δεν έπεισε τον ιατροδικαστής και αποκαλύφθηκε η πράξη του
Αμέσως μετά το έγκλημα, ο 27χρονος ειδοποίησε την αστυνομία και τους συγγενείς του θύματος. Ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του γλίστρησε από τις σαπουνάδες. Όμως, ο ιατροδικαστής δεν τον πίστεψε. Το πόρισμά του δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας πως επρόκειτο για προμελετημένη ενέργεια. Το τραύμα που έφερε η γυναίκα στο κεφάλι δεν ήταν θανατηφόρο και τα ίχνη της ηλεκτροπληξίας ήταν ξεκάθαρα.
Ο 27χρονος που προσπαθούσε να παρουσιάσει την εικόνα του απαρηγόρητου, οδηγήθηκε στην Ασφάλεια. Δεν άντεξε στην πίεση και ομολόγησε το έγκλημα που είχε διαπράξει. Παραδέχθηκε ότι ακούμπησε το καλώδια στα χέρια της άτυχης γυναίκας, αλλά υποστήριξε ότι τα υπόλοιπα σημάδια στο σώμα της προέκυψαν από την πτώση της.
«Μαύρισε η ψυχή μου από τη στενοχώρια. Με καταπίεζε… Πίστευε ότι πήγαινα με άλλες γυναίκες και γκρίνιαζε ότι παραμελούσα τα συζυγικά μου καθήκοντα. Γκρίνιαζε και όταν ήθελα να αγοράσω κάτι δικό μου», είπε ο 27χρονος στους αστυνομικούς. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι η 26χρονη του «χρέωνε» το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να κάνουν παιδί και συχνά τον προσέβαλλε γι αυτό.
«Δεν το πιστεύω ακόμα πως αυτό το χρυσό παιδί σκότωσε την κόρη μου»
Στον ανακριτή παρουσιάστηκε δυστυχισμένος και με μαύρο περιβραχιόνιο, για να δείξει ότι πενθούσε. Ακόμη και κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, ισχυριζόταν ότι μετά την ηλεκτροπληξία προσπάθησε να σώσει τη γυναίκα του κάνοντάς της τεχνητή αναπνοή. Όμως δεν κατάφερε να πείσει κανέναν.
Μια θεία της γυναίκας φώναξε στον 27χρονο ενώ εκείνος αποχωρούσε από τον τόπο της αναπαράστασης: «Γιατί το σκότωσες το κορίτσι μου;». Η μητέρα του θύματος αναρωτιόταν: «Μήπως θόλωσε το μυαλό του και τo έκανε; Δεν το πιστεύω ακόμα πως αυτό το χρυσό παιδί σκότωσε την κόρη μου. Διχόνοιες δεν είχαν. Ήταν αγαπημένοι. Γιατί να το έκανε. Μωρουδίστικο μυαλό είχε».
Σύμφωνα με τη μητέρα της 26χρονης, η κόρη της αντιμετώπιζε γυναικολογικά και ψυχολογικά προβλήματα. Γκρίνιαζε μερικές φορές στον άνδρα της, αλλά μέχρι εκεί.
Η καταδίκη και τα «γιατί;»
Ο εισαγγελέας απήγγειλε στον 27χρονο ηλεκτρολόγο την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά τρόπο ιδιαζόντως απεχθή. Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, τον Απρίλιο του 1984. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν κατάμεστη.
Η μητέρα της 26χρονης αυτή τη φορά ήταν λάβρος στην κατάθεσή της: «Αυτός την σκότωσε, δεν ήταν ατύχημα! Γιατί όμως την σκότωσε, αυτό θέλουμε να μάθουμε. Δεν είχαν προβλήματα. Ο γαμπρός μου είχε παιδικό, αθώο μυαλό. Αλλά φαίνεται έπαιζε διπλό ρόλο. Απέναντί μας ήταν καλός κι από πίσω μας οχιά… Την σκότωσε ο εγκληματίας, με τον ίδιο τρόπο θέλω να τον σκοτώσετε κι εσείς!».
Ο 27χρονος στην απολογία του υποστήριξε: «Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Ήθελα μόνο να τη φοβίσω, για να δει ότι δεν είμαι σκυλάκι ή σκλάβος της και να μη μου φέρεται έτσι. Την ακούμπησα λίγο και φώναξε κι έπεσε κάτω. Τρόμαξα και μού’ φυγαν τα καλώδια από τα χέρια. Τραβήχτηκα από εκεί και δεν ήξερα τι να κάνω, καθώς έβλεπα τα καλώδια να τη χτυπούν σ’ όλο το σώμα και να τινάζεται».
Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε τον 27χρονο «πανούργο εγκληματία» και «σατανικό». Είπε πως «επιχείρησε το τέλειο έγκλημα και θα το πετύχαινε, αν δεν υπήρχαν τα ιατροδικαστικά ευρήματα. Σαν ένας νέος δήμιος, την κεραυνοβόλησε και μετά θέλησε να παραστήσει το θάνατό της σαν ατύχημα». Ο 27χρονος ηλεκτρολόγος καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και ισόβια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.